ελκυστήρας

ελκυστήρας
ο
1. το μέσο με το οποίο τραβάμε κάτι (σκοινί, χαλινάρι κτλ.).
2. μαιευτικό εργαλείο για τράβηγμα του εμβρύου, ο εμβρυουλκός.
3. το τμήμα από τα εξαρτήματα του αλόγου για ζέψιμο που προσαρμόζεται στο στήθος του, η μπροστινέλα.
4. όχημα που χρησιμεύει για τη ρυμούλκηση άλλου οχήματος ή μηχανών καλλιέργειας και συγκομιδής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελκυστήρας — ο (AM ἑλκυστήρ) νεοελλ. 1. μέρος τού σαμαριού τού αλόγου που προσαρμόζεται στο στήθος του, μπροστινέλα 2. τρακτέρ, όχημα έλξης με ειδικούς τροχούς ή ερπύστριες για να μπορεί να κινείται σε ανώμαλο έδαφος αρχ. 1. εμβρυουλκός 2. χαλινάρι 3. ως επίθ …   Dictionary of Greek

  • ελκυστήρας, γεωργικός ή τρακτέρ — Γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση, μεταφορά άλλων μηχανημάτων (όπως άροτρα, σκαλιστήρια, σπορείς, χορτοκοπτικές ή θεριστικές μηχανές, τρυπάνια), καθώς και για χειρισμό φορτωτών, ανυψωτήρων, εκσκαφέων και αποξεστών. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • τρακτέρ — (γαλλική λ. = ελκυστήρας). Αυτοκινούμενο όχημα, με τροχούς ή με ερπύστρια, που χρησιμοποιείται για γεωργικές ή οδοποιητικές εργασίες, για ρυμούλκηση άλλων οχημάτων, που έχουν φορτία, και για μετάδοση κίνησης (με ιμάντα) σε άλλες μηχανές. Το τ.… …   Dictionary of Greek

  • ψευδελκυστήρας — ο, Ν (δομ.) πρόσθετος ελκυστήρας τού ζευκτού στέγης, που συνδέει τους αμείβοντες παράλληλα με τον κύριο ελκυστήρα ή πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ελκυστήρας] …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • ελκυστής — ο 1. αυτός που σέρνει κάτι 2. ελκυστήρας …   Dictionary of Greek

  • ρυτήρας — ο / ῥυτήρ, ῆρος, ΝΑ 1. αυτός που σέρνει ή τεντώνει κάτι («ῥυτῆρα βιοῡ» ελκυστήρας τόξου, τοξότης, Ομ. Οδ.) 2. το χαλινάρι 3. φρ. «τρέχει από ρυτήρος» ή «ἀπὸ ῥυτῆρος ἐλαύνειν» (για άλογο) τρέχει με χαλαρωμένα τα ηνία ώστε να καλπάζει χωρίς κανένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”